προϊκνούμαι

προϊκνούμαι
-έομαι, Α
1. φθάνω προηγουμένως
2. (κατά τον Ησύχ.) «προϊκέσθαι
ἀφικέσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἱκνοῦμαι «φθάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ικνούμαι — ἱκνοῡμαι, έομαι (Α) 1. έρχομαι, φθάνω σε κάτι 2. έρχομαι στο σπίτι κάποιου 3. (για ψυχικές καταστάσεις) καταλαμβάνω, κυριεύω 4. έρχομαι σε κάποιον ως ικέτης, ικετεύω 5. απρόσ. ἱκνεῑται αρμόζει, πρέπει 6. (η μτχ. ουδ. ενεστ. ως επίθ.) ἱκνούμενον… …   Dictionary of Greek

  • προΐκω — Μ προϊκνοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵκω «έρχομαι, φθάνω»] …   Dictionary of Greek

  • προϊκέσθαι — Α βλ. προϊκνοῡμαι …   Dictionary of Greek

  • πρόϊξις — ίξεως, ἡ, Α [προϊκνοῡμαι] το να έρχεται κάποιος εμπρός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”